Η ιστορία έχει γράψει ήδη ότι ο Roger Corman υπήρξε ο αδιαφιλονίκητος «βασιλιάς» των B-movies -αλλά όχι μόνο και αποκλειστικά αυτό. O Roger Corman, ο οποίος σκηνοθέτησε και παρήγαγε εκατοντάδες ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού, κατάφερε και ανακάλυψε μελλοντικούς αστέρες της βιομηχανίας όπως ο Jack Nicholson, ο Martin Scorsese και ο Robert De Niro. Να πούμε, λοιπόν, ότι ο Roger Corman -ο οποίος πέθανε στις 9 Μαΐου στο σπίτι του στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνια σε ηλικία 98 ετών – εφηύρε το σύγχρονο σινεμά; Δεν θα ήταν άτοπο, ούτε ανεδαφικό. Οι ταινίες του ήταν επαναστατικές και άκρως εικονοκλαστικές και συνέλαβαν το πνεύμα μιας ολόκληρης εποχής.

Ο Corman ειδικευόταν σε ταινίες με χαμηλό προϋπολογισμό (γνωστές και ως «μπιμουβιές») ανεξαρτήτως genre: έκανε ταινίες τρόμου, δράσης, επιστημονικής φαντασίας, ακόμη και οικογενειακές ταινίες. Η δε εταιρεία του αποτέλεσε το βασικό… πεδίο εκπαίδευσης για σπουδαία υποκριτικά και σκηνοθετικά ταλέντα, από ηθοποιούς όπως ο Νίκολσον και ο Ντε Νίρο (“Boxcar Bertha”) μέχρι σκηνοθέτες όπως ο Φράνσις Φορντ Κόπολα (“Dementia 13”) και ο Σκορτσέζε (“Boxcar Bertha”).

Όταν ο Corman βραβεύτηκε με Όσκαρ στην πρώτη τελετή απονομής των βραβείων Governors του AMPAS τον Νοέμβριο του 2009, ο (προστατευόμενός του, επίσης σκηνοθέτης) Ron Howard έκανε ειδική μνεία για την πρόσληψη, εκ μέρους του, γυναικών σε καίριες εκτελεστικές και δημιουργικές θέσεις, καθώς και για την ανάθεση μεγάλων ρόλων σε αυτές, λέγοντας ότι ο Corman προσέφερε «μία από τις λίγες ανοιχτές πόρτες στην κινηματογραφική βιομηχανία, κοιτάζοντας πέρα από την ηλικία, τη φυλή και το φύλο».

«Σινεμά, η μόνη πραγματική τέχνη»

Ο Corman χαρακτήρισε τον κινηματογράφο ως «τη μόνη πραγματικά σύγχρονη μορφή τέχνης».

Ο Κουέντιν Ταραντίνο ξεκαθάρισε ορθά-κοφτά ότι «Ρότζερ, οι απανταχού κινηματογραφόφιλοι του πλανήτη Γη σε ευχαριστούν θερμά».

Επί σχεδόν μισόν αιώνα, πήρε εργολαβία και… παραμάσχαλα όλη την αγορά των b-movies, η οποία είχε σε μεγάλο βαθμό εξαφανιστεί μετά την τηλεόραση, και την κράτησε ζωντανή σχεδόν μόνος του – ή έστω μαζί με τον Sam Arkoff της American Intl. Pictures, ο οποίος χρηματοδότησε τις περισσότερες από τις πρώτες σκηνοθετικές απόπειρες του Corman.

Μέχρι τα 90 του χρόνια, παρήγαγε ταινίες με προϋπολογισμό αυστηρά κάτω των 5 εκατ. δολαρίων και κατόπιν τις έβγαζε στα βίντεοκλαμπ και στην τηλεόραση.

Αφού εγκατέλειψε τη σκηνοθεσία στα τέλη της δεκαετίας του ’60 (για να επιστρέψει για λίγο στα μέσα της δεκαετίας του ’80 με το “Frankenstein Unbound”), δημιούργησε τη New World Pictures, η οποία εισήγαγε στις ΗΠΑ σπουδαίες ξένες ταινίες όπως το “Cries and Whispers” του Ingmar Bergman και δίδαξε σε όλη την κινηματογραφική βιομηχανία πώς να εμπορεύεται και να διανέμει αποτελεσματικά τέτοιες σπάνιες ταινίες.

Γεννημένος στο Ντιτρόιτ, ο Corman μετακόμισε με την οικογένειά του το 1940 στο Λος Άντζελες.

Φοίτησε στο λύκειο του Μπέβερλι Χιλς και στη συνέχεια στο πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, με ειδίκευση στη μηχανική. Παραδέχτηκε ότι είχε ξετρελαθεί με τον κινηματογράφο από τη στιγμή που ήρθε στην Καλιφόρνια.

«Δεν υπήρχε περίπτωση να μην ενδιαφέρομαι για τον κινηματογράφο, μεγαλώνοντας εκεί που μεγάλωσα», είπε κάποτε.

Μετά το Στάνφορντ προσπάθησε να μπει στο χώρο της κινηματογραφικής βιομηχανίας δουλεύοντας ως ταχυδρόμος στην 20th Century Fox.

Από το 1951-53 έκανε κάποιες περιστασιακές δουλειές. Εργάστηκε για λίγο ως αναγνώστης σεναρίων, αλλά πεπεισμένος ότι μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο, έγραψε το σενάριο του “Highway Dragnet” και το πούλησε στην Allied Artists για 4.000 δολάρια.

Με τα χρήματα αυτά έκανε την παραγωγή του “The Monster From the Ocean Floor” και έκλεισε συμφωνία με την AIP του Arkoff.

Από το 1955 μέχρι το 60 ο Corman παρήγαγε ή σκηνοθέτησε περισσότερες από 30 ταινίες για την AIP, όλες με προϋπολογισμό μικρότερο των 100.000 δολαρίων.

Σκηνοθέτησε γουέστερν (“Five Guns West”, “The Gunslinger”), ταινίες τρόμου και επιστημονικής φαντασίας (“The Day the World Ended”, “The Undead” το 1956 και 1957) καθώς και εφηβικές ταινίες όπως το “Carnival Rock” και το “Rock All Night”.

Ο Corman βγήκε από την αφάνεια με το “Machine Gun Kelly” του 1958.

Ακολούθησε η ταινία “I Mobster” για τη Fox και το “Little Shop of Horrors” το 1960.

Κατόπιν, ο Corman έπεισε τον Arkoff να χρηματοδοτήσει μια σειρά ταινιών βασισμένων στα έργα ενός από τους αγαπημένους συγγραφείς του Corman, του Edgar Allan Poe.

Η σειρά αυτή, η οποία ξεκίνησε με την “Πτώση του Οίκου του Άσερ” το 1960, γέννησε οκτώ χαμηλού προϋπολογισμού ταινίες, οι οποίες αναζωογόνησαν τις καριέρες των Boris Karloff, Vincent Price, Basil Rathbone και Peter Lorre.

Την ίδια περίοδο έδινε πάμπολλες ευκαιρίες σε νέους και άγνωστους ηθοποιούς όπως οι Ellen Burstyn, ο Nicholson και ο De Niro, σε σεναριογράφους όπως ο Robert Towne και σκηνοθέτες όπως οι Scorsese, Demme, Joe Dante και Peter Bogdanovich.

Η μία και μοναδική ταινία του με ξεκάθαρο κοινωνικό μήνυμα, το “The Intruder” του 1962, με πρωταγωνιστή τον William Shatner, αφορούσε τον φυλετικό ρατσισμό.

Οι κριτικές που έλαβε ήταν καλές, αλλά επειδή η ταινία χρησιμοποιούσε κατά κόρον την απαγορευμένη στο σινεμά λέξη “Ν” (νέγρος) δεν προβλήθηκε πολύ.

«Τότε ήταν που αποφάσισα ότι δεν θα έκανα ποτέ ξανά μια παρόμοια ταινία», είπε κάποτε σε έναν δημοσιογράφο των New York Times.

Roger Corman

Επιστρέφοντας στην AIP, γύρισε το “The Wild Angels”, μια ταινία με τον Peter Fonda για μηχανόβιους που κόστισε 360.000 δολάρια και απέφερε περισσότερα από 25 εκατομμύρια δολάρια.

Ακολούθησε το “The Trip” για το LSD, αλλά αποσύρθηκε από τη σκηνοθεσία μετά το “Von Richthofen and Brown”.

Το 1970 δημιούργησε τη New World Pictures για να παράγει και να διανέμει τα είδη των ταινιών που κάποτε είχε χρηματοδοτήσει ο Arkoff.

Το 1972 ξεκίνησε να εισάγει στις ΗΠΑ ευρωπαϊκές ταινίες με το “Κραυγές και ψίθυροι” του Μπέργκμαν και συνεχίστηκε με τις ταινίες “Φθινοπωρινή σονάτα”, “Η ιστορία της Αντέλ Χ”, “Amarcord” και “Fitzcarraldo”.

Ουσιαστικά «ανακάλυψε» εκ νέου κάποιους τρόπους για το μάρκετινγκ και η διανομή τους, κλείνοντάς τις σε μεγαλύτερη ποικιλία αιθουσών και δίνοντας στο κοινό εκτός των μεγάλων αμερικανικών μεγαλουπόλεων μια… γεύση παγκόσμιου κινηματογράφου.

Το 1983 πούλησε τη New World για 16,5 εκατομμύρια δολάρια και ξεκίνησε την Concorde/New Horizons.

Ο Roger Corman ανακαλύπτει νέα ταλέντα

Ωστόσο, ακούραστος ων, συνέχισε να ανακαλύπτει νέα ταλέντα, όπως ο σκηνοθέτης Luis Llosa.

Αλλά η αγορά είχε αλλάξει και τα κέρδη του δεν έφτασαν ποτέ στα ύψη της AIP ή των πρώτων ημερών της New World.

Επιστρέφοντας στην καρέκλα του σκηνοθέτη για πρώτη φορά μετά από δύο δεκαετίες για το “Frankenstein Unbound” του 1990, ο Corman απογοήτευσε τους οπαδούς του είδους και δεν σκηνοθέτησε ποτέ ξανά.

Ο Corman μετονόμασε την επιχείρηση σε New Concorde το 2000 και αναδιοργάνωσε τη New Concorde Home Entertainment.

The Fast and the Furious

Ο Κόρμαν είχε κάνει την παραγωγή μιας ταινίας με τίτλο “The Fast and the Furious” το 1955 και όταν ο παραγωγός Νιλ Μόριτζ ανακάλυψε την ταινία όταν ξεκινούσε ένα δικό του franchise με αυτοκίνητα με πρωταγωνιστές τους Βιν Ντίζελ και Πολ Γουόκερ, ο Μόριτζ αποφάσισε ότι έπρεπε να έχει αυτόν τον τίτλο για την ταινία.

Οι δύο άνδρες κατέληξαν σε μια, άκρως επικερδή για αμφότερους, συμφωνία και ο Corman ήρθε ξανά στο προσκήνιο, έστω και δια της… τεθλασμένης.

Το 2005 η Concorde υπέγραψε μια 12ετή συμφωνία με την Buena Vista Home Entertainment δίνοντας στην τελευταία τα δικαιώματα διανομής των περισσότερων από 400 ταινιών παραγωγής του Corman, ενώ το 2010 ο Corman υπέγραψε συμφωνία με την Shout Factory δίνοντας στην τελευταία τα αποκλειστικά δικαιώματα διανομής στη Βόρεια Αμερική για 50 ταινίες παραγωγής του Corman.

Το 1990 ο Κόρμαν δημοσίευσε τα απομνημονεύματά του με τίτλο “Maverick: How I Made 200 Movies in Hollywood and Never Lost a Dime”.

Συχνά έκανε cameos στις ταινίες των επιτυχημένων κινηματογραφιστών που ξεκίνησαν μαζί του, εμφανιζόμενος, για παράδειγμα, στο “Philadelphia” του Demme, στο “Apollo 13” του Howard και στο “The Godfather” του Coppola: Μέρος ΙΙ”.

Το 1998 έλαβε το πρώτο Βραβείο Παραγωγών που απονεμήθηκε ποτέ από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών.

Το 2006 ο Corman έλαβε το βραβείο David O. Selznick από το Producers Guild of America.
Την ίδια χρονιά, η ταινία του “Fall of the House of Usher” ήταν μεταξύ των 25 ταινιών που επιλέχθηκαν για το National Film Registry, μια συλλογή σημαντικών ταινιών που θα διατηρηθούν από τη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου.